Πριν από από 17 χρόνια την 1η Μαρτίου του 2002 έπαυσε η παράλληλη κυκλοφορία της δραχμής με το ευρώ που καθιερώθηκε στη χώρα μας τον Ιανουάριο του ίδιου χρόνου. Τότε,το δίδυμο των Σημίτη-Παπαδήμου, σε κλίμα πανηγυρισμού, σήκωσαν ψηλά το ευρώ όπως οι νικητές αθλημάτων σηκώνουν το τρόπιαο της νίκης τους. 17 χρόνια γρουσιουζιάς ακολούθησαν από τότε. Στα πρώτα απ’ αυτά ως είθισται δε διαφαινόταν η επερχόμενη καταστροφή.
Αλλά ας δούμε πιο κάτω μια ψύχραιμη ιστορία του εθνικού μας νομίσματος που αν συνυπολογιστούν και οι αρχαίοι χρόνοι, έχει μια ιστορία 2000 ετών. Την 1η Μαρτίου 2002 παύει οριστικά η κυκλοφορία της δραχμής στην ελληνική επικράτεια και πλέον το νόμισμα γίνεται το ευρώ βάζοντας τέλος στην σύγχρονη δραχμή μετά από 169χρόνια.Η πρώτη νομισματική μεταρρύθμιση γίνεται λίγο μετά την ανάρρηση στο θρόνο του Όθωνα ως βασιλιά της Ελλάδας και την άφιξη του στο Ναύπλιο στις 25 Ιανουαρίου 1833. Με Βασιλικό διάταγμα της 8ης Φεβρουαρίου 1833 «περί ρυθμίσεως του νομισματικού συστήματος», η δραχμή αντικαθιστά τον φοίνικα, νόμισμα που επιχείρησε να καθιερώσει ο Ιωάννης Καποδίστριας το 1828.
Η νέα νομισματική μονάδα του σύγχρονου Ελληνικού κράτους υποδιαιρείται σε 100 λεπτά. Από τότε και αδιάλειπτα μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 2002, η δραχμή ήταν νομισματική μονάδα του σύγχρονου Ελληνικού κράτους.
Η καθιέρωση της δραχμής το 1833 αποτέλεσε μια αναβίωση του ξεχασμένου μέχρι τότε νομίσματος και ήταν ακόμα μια προσπάθεια της ελληνικής πολιτείας να συνδέσει το νεοσύστατο ελληνικό κράτος με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.
Το νέο αυτό νόμισμα είχε βάρος 4,477 γραμμάρια από τα οποία τα 4,029 γραμμάρια ήταν καθαρό ασήμι και τα 0,448 χαλκός. Η ισοτιμία της δραχμής ορίστηκε στα 0,895 του γαλλικού χρυσού φράγκου. Οι πρώτες δραχμές και οι υποδιαιρέσεις τους κόπηκαν στη Βαυαρία από μήτρες που κατασκεύασε στο Μόναχο ο Κόνραντ Λάνγκε, μετέπειτα διευθυντής του Ελληνικού Βασιλικού Νομισματοκοπείου. Παρόλο που το βασιλικό διάταγμα έχει ημερομηνία 8 Φεβρουάριου 1833, στην πρώτη δραχμή αναγράφεται το έτος 1832, το έτος δηλαδή ανάρρησης στο θρόνο του Όθωνα ως βασιλιά της Ελλάδας.
Το νέο ελληνικό νομισματικό σύστημα ήταν στη σύλληψη διμεταλλικό (χρυσά και αργυρά νομίσματα), αλλά στην πράξη δεν κυκλοφόρησαν παρά ελάχιστα χρυσά νομίσματα. Τον Αύγουστο του 1833 απαγορεύτηκε ρητά η αποδοχή τουρκικών νομισμάτων από τα δημόσια ταμεία σε μια προσπάθεια να επιβληθεί το νέο νόμισμα.
Στις 30 Μαρτίου 1841, μετά από πολυετείς προσπάθειες, ιδρύθηκε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, στην οποία παραχωρήθηκε το προνόμιο της έκδοσης χαρτονομισμάτων, το οποίο και διατήρησε έως το 1927, οπότε και ιδρύθηκε η Τράπεζα της Ελλάδος.
Πρώτος διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας ήταν ο Γεώργιος Σταύρου, του οποίου το πορτραίτο εμφανίζεται στην κύρια όψη όλων των χαρτονομισμάτων που εξέδωσε η τράπεζα. Επίσης στην ίδια όψη και έως το 1923 εικονίζεται και ο βασιλικός θυρεός.
Toν Απρίλιο του 1867 η Ελλάδα υπογράφει συμφωνία με τη Λατινική Νομισματική Ένωση, ώστε η δραχμή να ακολουθήσει τους κανόνες ισοτιμιών της ένωσης. Όμως λόγω των πολέμων και της οικονομικής κρίσης που ακολούθησε, η δραχμή δεν κατάφερε να προσχωρήσει στην ένωση πριν από το 1910.
Αποτέλεσμα της ένταξης αυτής ήταν το γεγονός ότι η δραχμή εξισώθηκε με τα άλλα νομίσματα τηε Ένωσης, όπως το γαλλικό φράγκο. Σε πολλές εκδόσεις των χαρτονομισμάτων της Εθνικής Τράπεζας η ονομαστική αξία στην πίσω πλευρά του γραμματίου αναγραφόταν στα γαλλικά francs. Πιθανόν για τον λόγο αυτό, τουλάχιστον μέχρι τις δεκαετίες του 70-80, η δραχμή αποκαλούνταν από τον λαό και φράγκο (πχ τα κέρματα των 2 δραχμών αποκαλούνταν δίφραγκα).
Κατά την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η δραχμή γνωρίζει την μεγαλύτερη απαξίωση στην ιστορία της κάτω από την πίεση της οικονομικής κατάρρευσης της Ελλάδας και του υπερπληθωρισμού που δημιουργήθηκε λόγω των συνθηκών της εποχής. Τυπώθηκαν χαρτονομίσματα με ονομαστική αξία ακόμα και δισεκατομμυρίων δραχμών, των οποίων η ανταλλακτική αξία ήταν μηδαμινή.
Το 1944 εκδόθηκε το μεγαλύτερο σε ονομαστική αξία χαρτονόμισμα που κυκλοφόρησε ποτέ στην Ελλάδα. Είχε ονομαστική αξία 100 δισεκατομμυρίων δραχμών, όμως ήταν παντελώς ανυπόληπτο και η ουσιαστική του αξία σχεδόν μηδαμινή. Επρόκειτο για την τελική φάση της κατοχικής οικονομικής κατάρρευσης. Σε σημερινές τιμές και με βάση τη χρυσή λίρα Αγγλίας, η πραγματική αξία του δεν θα πρέπει να ξεπερνούσε τα σημερινά 10 λεπτά του ευρώ. Αποτέλεσμα ήταν να αποσυρθεί λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία του.
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, έγιναν δύο νομισματικές μεταρρυθμίσεις έτσι, ώστε η Ελλάδα να αποκτήσει και πάλι ένα σταθερό νόμισμα. Τον Νοέμβριο του 1944 με την πρώτη μετακατοχική νομισματική μεταρρύθμιση η παλιά και υποτιμημένη δραχμή αντικαταστήθηκε με μια νέα με ισοτιμία που ορίστηκε σε 50.000.000.000 παλιές δραχμές για καθεμία νέα.
Η νέα δραχμή διατηρήθηκε μία δεκαετία έως το 1954, οπότε με τη δεύτερη μετακατοχική μεταρρύθμιση αντικαταστήθηκε ξανά με μία νεότερη με αναλογία 1000 δραχμές προς μία νέα. Σύμφωνα με το σύστημα ισοτιμιών Μπρέτον Γουντς, στο οποίο είχε ήδη προσχωρήσει η δραχμή από το 1953, το νέο νόμισμα συνδέθηκε με το δολάριο ΗΠΑ με σταθερή ισοτιμία 30 δραχμές προς ένα δολλάριο. Το 1973, το σύστημα του Μπρέτον Γουντς καταργήθηκε και η συναλλαγματική ισοτιμία των δυο νομισμάτων έπαψε να είναι σταθερή.
Το κύκνειο άσμα της δραχμής
Την 1η Ιανουαρίου 2001 υιοθετήθηκε το ευρώ ως λογιστική μορφή παράλληλα προς τη δραχμή. Την 1η Ιανουαρίου 2002 εισήχθη επίσημα το ευρώ σε κυκλοφορία ως νόμισμα παράλληλα προς τη δραχμή.
Κύκνειο άσμα στη δραχμή, αποτέλεσε η επίσημη ανακοίνωση της Τράπεζας της Ελλάδας την 1η Μαρτίου 2002, που εκδόθηκε με αφορμή την οριστική απόσυρση της δραχμής (μαζί με τα άλλα εθνικά νομίσματα της ευρωζώνης) από την κυκλοφορία και τις συναλλαγές.
Στην ανακοίνωση αφού διευκρινίζεται πως «από σήμερα, 1 Μαρτίου 2002, το ευρώ αποτελεί το μόνο νόμιμο χρήμα στη χώρα μας, όπως και στις άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ», προστίθεται: «Η δραχμή ήταν το εθνικό μας νόμισμα κατά τα τελευταία 169 χρόνια, αλλά ήταν επίσης νόμισμα της Αθήνας και άλλων ελληνικών πόλεων στην αρχαιότητα. Στα νεότερα χρόνια πρωτοεκδόθηκε το 1833, αντικαθιστώντας τον φοίνικα, το πρώτο νόμισμα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και έκτοτε η πορεία της συνδέθηκε με την ιστορία της Ελλάδος και την εξέλιξη της οικονομίας της, τόσο σε περιόδους ευημερίας και προόδου, όσο και σε περιόδους δημοσιονομικής και νομισματικής αναταραχής».
Μετά τη σύντομη αναφορά στα νομισματικά συστήματα που συμμετείχε στο παρελθόν η δραχμή, η Τράπεζα της Ελλάδας σημείωνε πως «η εισαγωγή των τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ και η απόσυρση των δραχμών εξελίχθηκε με απόλυτη επιτυχία».
Όπως αναφερόταν «μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου είχαν αποσυρθεί περίπου 2,7 τρισεκ. δραχμές, που αντιστοιχούν σε ποσοστό 90% των δραχμών που ήταν σε κυκλοφορία στο τέλος του 2001».
Στην ουσία, η διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδας –όπως και η τότε κυβέρνηση– έκανε πως δεν είδε τις τσουχτερές κερδοσκοπικές ανατιμήσεις που εκδηλώθηκαν στην αγορά στη μεταβατική περίοδο του διμήνου Ιανουάριος – Φεβρουάριος 2002 (όταν παράλληλα με τη δραχμή άρχισε και η κυκλοφορία του ευρώ σε φυσική μορφή), με συνέπεια την αναζωπύρωση του πληθωρισμού και την παραπέρα συμπίεση των λαϊκών εισοδημάτων.
Τα χαρτονομίσματα του ευρώ
Η αλλοιωμένη πραγματικότητα εμφανίζεται ακόμη και πάνω στις παραστάσεις των χαρτονομισμάτων του ευρώ. Οι αρμόδιοι διαβεβαίωναν τότε πως απεικονίζονται παραστάσεις από «τις 7 (τόσες τις… μέτρησαν) περιόδους της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής». Η απάντηση στο γιατί τις έβγαλαν 7 (και όχι για παράδειγμα 6 ή 8) είναι εξαιρετικά απλή: 7 είναι τα χαρτονομίσματα του ευρώ, επομένως 7 –και μόνον– περιόδους από την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική θα μπορούσαν να… βολέψουν, έστω και ως ψευδή, αλλοιωμένη απεικόνιση της πραγματικότητας, πάνω στις όψεις των νεόκοπων χαρτονομισμάτων.
Το μικρότερο χαρτονόμισμα είναι αξίας 5 ευρώ. Απεικονίζει υποτίθεται την πρώτη περίοδο της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής, «κάτι τι» από αρχαία Ελλάδα. Έτσι ισχυρίζονται αυτοί, αλλά ο καθένας που έχει τα μυαλά στη θέση του θα δει κάτι που μοιάζει με το πάνω τμήμα της (μεταγενέστερης) ρωμαϊκής Πύλης του Αδριανού, στους στύλους του Ολυμπίου Διός. Με τους αριθμούς πάντως τα πάνε κάπως καλύτερα. Αποφάσισαν ότι 1 ευρώ αξίζει όσο 340,750 δραχμές.
- Το μικρότερο χαρτονόμισμα που πήραμε στα χέρια μας, τα 5 ευρώ ισοδυναμεί, μετά τις στρογγυλοποιήσεις, με 1.704 δρχ. Με τον ίδιο τρόπο «φιλοτέχνησαν» και τα υπόλοιπα 6 χαρτονομίσματα.
Η «ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική» όπως την αντιλαμβάνονται στη διαβόητη ΟΝΕ, συνεχιζόταν με τα εξής χαρτονομίσματα:
- 10 ευρώ, που αντιστοιχούν σε 3.408 δρχ.
- 20 ευρώ (6.815 δρχ)
- 50 ευρώ (17.038 δρχ.)
- 100 ευρώ (34.075 δρχ.)
- 200 ευρώ (68.150 δρχ.)
- Τέλος τα 500 ευρώ, το μεγαλύτερο σε αξία νόμισμα, αντιστοιχεί σε 170.375 δρχ.
Τα κέρματα
Είναι φανερό ότι στις καθημερινές συναλλαγές θα χρησιμοποιούνται τα χαρτονομίσματα χαμηλής αξίας. Παράλληλα εκτεταμένη συναλλακτική χρήση είχαν τα κέρματα. Ένας πιθανός κίνδυνος για τα νοικοκυριά που στην πορεία αποδείχτηκε αναπόφευκτος ήταν η υποτίμηση της αξίας των κερμάτων, που βέβαια δεν πρέπει να συσχετίζονται με τα γνωστά μας κέρματα σε… δραχμές.
Τα κέρματα σε ευρώ υπάρχουν σε 8 αξίες (από 1 λεπτό, μέχρι 2 ευρώ). Η κύρια όψη είναι κοινή για όλα τα κράτη, αλλά στην πίσω όψη, υπάρχουν διαφορετικές εθνικές παραστάσεις και μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε όλα κράτη.
Επαναλαμβάνουμε ότι το 1 ευρώ αξίζει όσο 340,75 δρχ. Ωστόσο μετά τις στρογγυλοποιήσεις η αντιστοιχία τους σε δραχμές όπως δινόταν τότε από τα αρμόδια υπουργεία και την Τράπεζα της Ελλάδας ήταν η ακόλουθη:
Το 1 λεπτό (ή σεντς) αντιστοιχεί σε 3 δρχ.,
τα 2 λεπτά σε 7 δρχ,
τα 5 σε 17 δρχ,
τα 10 σε 34 δρχ,
τα 20 σε 68 δρχ,
τα 50 σε 170 δρχ.
Η ακέραια μονάδα (1 ευρώ) (υπάρχει μόνο σαν κέρμα) και αντιστοιχεί σε 341 δρχ.
Τέλος, το μεγαλύτερο κέρμα είναι τα 2 ευρώ και ισοδυναμεί με 682 δρχ.